πολυΐχθυος

πολυΐχθυος
-ον, Α
πολύϊχθυς*.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ-* + -ιχθυος (< ἰχθῦς, -ύος «ψάρι»)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • πολυίχθυον — πολυΐχθυον , πολύιχθυς abounding in fish masc/fem acc sg (epic) πολυΐχθυον , πολύιχθυς abounding in fish neut nom/voc/acc sg (epic) πολυίχθυος abounding in fish masc/fem acc sg πολυίχθυος abounding in fish neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ιχθύς — ο (AM ἰχθύς) 1. ψάρι, σπονδυλωτό υδρόβιο ζώο που αναπνέει με βράγχια 2. αστρον. (στον πληθ. ως κύριο όν.) οι Ιχθύες ονομασία τού τελευταίου κατά σειρά αστερισμού τού ζωδιακού κύκλου 3. παροιμ. α) «ἄφωνος ὡς ἰχθύς» και β) «ἰχθύος ἀφωνότερος»… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”